- διουρώ
- διουρώ (-έω) (Α) [ουρώ]1. αποβάλλω με τα ούρα2. ουρώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
διουρητικός — ή, ό (AM διουρητικός, ή, όν) [διουρώ] (για φάρμακα, αφεψήματα ή χυμούς) αυτός που προκαλεί ή διευκολύνει την ούρηση … Dictionary of Greek